- ολιγοπώλιο
- Μορφή αγοράς, στην οποία η προσφορά κάποιου αγαθού ή υπηρεσίας είναι συγκεντρωμένη στα χέρια λίγων, που ονομάζονται ολιγοπωλητές. Η κατάσταση παρουσιάζει μερικές όψεις ανάλογες είτε με τον τέλειο συναγωνισμό είτε με το τέλειο μονοπώλιο. Πράγματι, στο ο. κάθε παραγωγός κατορθώνει να επιβάλει στους καταναλωτές την τιμή που επιθυμεί με τον έλεγχο της προσφερόμενης ποσότητας, παρόλα αυτά όμως δεν είναι τελείως ελεύθερος να ενεργεί με αυτόν τον τρόπο γιατί είναι υποχρεωμένος να έχει υπόψη του τη συμπεριφορά και των άλλων ολιγοπωλητών.
* * *το(οικον.) η οργάνωση τής αγοράς με τέτοιο τρόπο ώστε μικρός αριθμός πωλητών ή παραγωγών να μπορεί να επηρεάζει αλλά χωρίς να ελέγχει τη διαμόρφωση τών συνθηκών της.[ΕΤΥΜΟΛ. < ολιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -πώλιο (< -πώλης < πωλώ), πρβλ. μονο-πώλιο].
Dictionary of Greek. 2013.