ολιγοπώλιο

ολιγοπώλιο
Μορφή αγοράς, στην οποία η προσφορά κάποιου αγαθού ή υπηρεσίας είναι συγκεντρωμένη στα χέρια λίγων, που ονομάζονται ολιγοπωλητές. Η κατάσταση παρουσιάζει μερικές όψεις ανάλογες είτε με τον τέλειο συναγωνισμό είτε με το τέλειο μονοπώλιο. Πράγματι, στο ο. κάθε παραγωγός κατορθώνει να επιβάλει στους καταναλωτές την τιμή που επιθυμεί με τον έλεγχο της προσφερόμενης ποσότητας, παρόλα αυτά όμως δεν είναι τελείως ελεύθερος να ενεργεί με αυτόν τον τρόπο γιατί είναι υποχρεωμένος να έχει υπόψη του τη συμπεριφορά και των άλλων ολιγοπωλητών.
* * *
το
(οικον.) η οργάνωση τής αγοράς με τέτοιο τρόπο ώστε μικρός αριθμός πωλητών ή παραγωγών να μπορεί να επηρεάζει αλλά χωρίς να ελέγχει τη διαμόρφωση τών συνθηκών της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -πώλιο (< -πώλης < πωλώ), πρβλ. μονο-πώλιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μονοπώλιο — Οικονομικός όρος που χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς, όπου όλη η προσφορά ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας είναι συγκεντρωμένη στα χέρια ενός μόνο υποκειμένου, του μονοπωλητή. Για να χαρακτηριστεί μια αγορά ως μονοπωλιακή θα πρέπει η επιχείρηση …   Dictionary of Greek

  • ολιγοψώνιο — το (οικον.) αγορά που χαρακτηρίζεται από μικρό αριθμό αγοραστών έναντι ενός μεγάλου αριθμού πωλητών, σε αντιδιαστολή προς το ολιγοπώλιο …   Dictionary of Greek

  • Κουρνό, Αντουάν Ογκιστέν — (Antoine Augustin Cournot, Γκρε 1801 – Παρίσι 1877). Γάλλος οικονομολόγος, φιλόσοφος και μαθηματικός. Δίδαξε μαθηματικά στη Λιόν και στη Γκρενόμπλ και διετέλεσε γενικός επιθεωρητής (1836 48) και πρύτανης του πανεπιστημίου της Ντιζόν (1854 62).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”